- μακιαβελλικός
- η , ό[ν] макиавеллевский, относящийся к Макиавелли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακιαβελικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιταλό πολιτικό και διανοητή τής εποχής τής Αναγέννησης Μακιαβέλι 2. αυτός που είναι σύμφωνος με τις αρχές και το πνεύμα τού μακιαβελισμού 3. δόλιος, ύπουλος, αδίστακτος 4. ως ουσ. αυτός που εφαρμόζει το… … Dictionary of Greek